Παρασκευή 2 Μαΐου 2025

Οι δικοί μας οι νεκροί

 Πως να φωνάξεις, γλωσσα αν δεν σου αφήσαν

Να ξεδιψάσεις αν το στομα σου είναι κλειστο

Πως να φιλήσεις χειλη που ΄ναι κλειδωμενα

Πως να χορτασεις αν εσυ εισαι θεριο


Που δεν σ΄ αφήσαν ουτε δοντια, ουτε σαλια

Που δεν σου άφησαν φωνη , ουτε καρδια

Που ολον σ΄ εκλεισαν μεσα σε μια σταλα

Και από μεσα σβησαν κάθε σου φωτια


Μα οσο εσεις αλλα και ολοι σας οι αγάδες

Θα μας ταΐζετε τη μαύρη τη σιωπή σας

Θα τραγουδουν, απ τους δικους σας τους φονιάδες

Ποιο δυνατα παντα οι δικοι μας οι νεκροι

Δεν εχω

 Δεν εχω γλώσσα τις λεξεις μου ν αφησω

Κι αυτές στριμώχτηκαν και εγινα στραβές

Με γρατζουνάνε, με ποναν και πριν με σκίσουν

Βγαζω τα νυχια τους, μα γίνονται κραυγές



Δεν εχω λογια το πονο μου να γραψω

Κι αυτος στριμωχθηκε και εγινε βουβος

Και πριν προλαβει, όλα μες μου, να φαει

Βγαζω τα δόντια του μα γινεται θυμος


Δεν εχω φύλλα τη καρδια μου να τυλίξω

Κι αυτή απλωθηκε και εμεινε γυμνη

Φαίνονται όλα της, μα ντρέπεται εσένα

Βγαζω τα ντερια της και μένει αδειανή

Δεν μ αφήνει να σου μοιαζω

 Μια φωτιά – στα δάχτυλα μου τρεμοπαίζει

Σβήνει μόνο τα φιλιά σου όταν αγγίζω

Στη καρδιά μου παω απ εξω, της γρυλλίζω

Που μ΄εσενα δεν μ΄αφηνει να ταΐζω


Σαν τρελό – στο στόμα εχω ένα γελιο

Και μ αφηνει τη χαρα μου να μαθαίνω

Σαν μπαλόνι με τραβάει όταν βαραίνω  

Και το πονο μου αφηνει πεινασμενο

 

Κολυμπάνε – στο λαιμο μου μαυρες λεξεις

Την αγάπη μου σε ΄κεινες , παω ουρλιάζω

Για ν ακουσει η καρδια μου πως σπαράζω

Που με σενα δεν μ αφηνει να σου μοιαζω

Ανάποδα ξανα να περπατάω

 Ξεκίνησα και έτρεχα, χωρίς να θέλω έτρωγα

Ότι αυτοί μου δίνανε

Και έλεγα συνέχεια πεινάω

Μου φωνάζαν, με έβριζαν, με έχαναν , με κέρδιζαν

Με ράβαν και με ξέσκιζαν

Και ΄γω φώναζα πως τους αγαπάω


Με γλύφουνε, με φτύνουνε, με δένουν και με λύνουνε

Κι όπως κι αν με σερβιρουνε

Στο πιάτο παντα εγω χαμογελάω

Με σκανε, με φουσκώνουνε, με καινε με κρυώνουνε

Παντα με διορθώνουνε

Και ΄γω σα δάκρυ πανω μου κυλάω


Με τύφλωσαν, με έσπασαν, με γέννησαν, με έθαψαν

Με ξέγραψαν και μ αφήσαν

Μοναχο μου ξανα να μπουσουλαω

Μα οσα κι αν διδάχτηκα, μια μερα σαν κοιτάχτηκα

Με ειδα παλι ορθιο

Αναποδα ξανα να περπατω

Τρίτη 22 Απριλίου 2025

A1

 Η Επανάσταση ξύπνησε νωρίς,  έφαγε δύο αυγά βραστά με προπαγάνδα και βγήκε στους δρόμους  να πουλήσει ελπίδα σε δόσεις.  

Οι πολλοί την κοιτούσαν  

από τα μπαλκόνια των πολυκατοικίων ,  

ενώ οι λίγοι έσπαγαν τράπεζες για να πάρουν πίσω τα νομίσματα που πάνω τους ειχαν τα πρόσωπά τους.  

Μέχρι το μεσημέρι,  

η Επανάσταση είχε κουραστεί,  

είχε ξεχάσει τους λόγους που ξεκίνησε και είχε αγοράσει ένα μεταχειρισμένο iPhone  

από έναν μπάτσο.  

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2025

Μέσα εδώ

 Μέσα εδω στον βρώμικο κι ανίκητο λαιμό μου

Υπάρχει ένας αξεστος και γέρος ουρανός
Που του ξερναω πανω του, τον θλιβερό καιρο μου
Όταν περνιεμαι ανίκητος κι ολόκληρος θεος

Μέσα εδω οι αγάπες μου τρέχουν χωρις κεφάλι 
Έτσι δεν βλεπουν οι τυφλες που είναι η ψυχή 
Ψάχνουν βαθιά στο στόμα μου Μήπως την βρουν και πάλι
Μ αυτό είναι γεμάτο με λασπες και βροχή 

Δαγκώνω ετσι το σαπιο μου και γερο ουρανο μου
Για να πονεσει η ψυχή, μήπως έξω και βγει
Κι όλη η βρώμια αυτή, που έχω στο λαιμό μου 
Να βγει κι αυτή από μέσα μου κι άλλος την καταπιεί 

Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2025

Θηριο

 Φορτώθηκα επάνω μου ένα άγριο θηρίo

Μ αντί για βάρος μάγκα μου, με κάνει ν αλαφρώνω

Βάζει φωτιά στα μέσα μου και διώχνει όλο το κρύο

Και πάντα γελαστά μου λέει να βγω στο δρόμο



Μου λέει να φύγουμε μπροστά να πάμε σ αλλά μέρη

Τη λύσσα να γλυκάνουμε από αυτή τη ξέρα

Να πιούμε όλη την ομορφιά- να γίνουμε ασκέρι

Να φτιάξουμε από φωτιά μια γραμμένη μέρα

Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2024

Γεννήθηκα

 

Γεννήθηκα σιωπή και με καθόλου μάτια 

Με ουρλιαχτό με έσπασα και είδα τα κομματια 

Γεννήθηκα κουφός και με καθόλου χέρια 

Μα άκουσα το ουρλιαχτό και έπιασα τ αστερια 


Γεννήθηκα γαμψος κι ολος γεμάτος πεινα

Μα ίσιωσα και όρθιος πήγα στη γκιλοτίνα 

Γεννήθηκα μίσος και μου είπαν έτσι μείνε 

Μα εγω με τάισα φωτιά κι ολόκληρος πια είμαι 


Γεννήθηκα φτηνά κι όλος μες τη βρώμα 

Μα εύκολα καθάρισα κι 'μαι χρυσός ακόμα 

Γεννήθηκα νεκρός, μου λένε μη βαριέμαι 

Μα εγώ πεθαίνω ζωντανός και ας ξαναγεννιέμαι 

Σκοτάδι

 Σαν το θεό στα πεζοδρόμια κυλιεμαι

Και στα παπούτσια σας, γίνομαι λάσπη 

Απ τις ανάσες σας, γλυστρω δεν κρατιέμαι 
Και για αέρα κάνω τράκα, στα δάση 

Βάζω στην άκρη τη ψυχη μου, να γράφει 
Και τον παράδεισο σας, μέσα στη στάχτη 
Και τις σκιές που έχω,  πάνω στο ράφι 
Γιατί στη κόλαση έχουμε παρτυ 

Πληρώνω νοικι για το σώμα που έχω 
Πληρώνω εμένα, μήπως και με πιστέψω 
Όμως φοβάμαι και τα μάτια μου, δενω 
Μ αυτα που βλεπω τη ψυχή μη πουστεψω

Μικρε εαυτέ μου,αναρωτιέσαι τι ειμαι 
Σαν με κοιτάς να βράζω μες το καζάνι 
Κι όλο ρωτάς, τι στο διάολο σου είμαι 
Ένας καριόλης που γελά στο σκοτάδι ειμαι

Παρασκευή 30 Αυγούστου 2024

Το φίδι και το Γεράκι ( 2016)

 Έμμα Γκόλντμαν:

«Δε γνωρίζω πόσοι από σας έχουν διαβάσει το θαυμάσιο πεζοτράγουδο του Γκόρκι που λέγεται Το Φίδι και το Γεράκι. 
Το φίδι δε μπορεί να καταλάβει το γεράκι. «Γιατί δεν ξεκουράζεσαι εδώ στα σκοτεινά, στην όμορφη, γλιστερή υγρασία;» ρωτάει το φίδι. «Γιατί πετάς στους ουρανούς; Δε ξέρεις τους κινδύνους που παραμονεύουν εκεί, τη βία και την καταιγίδα που σε περιμένουν, το όπλο του κυνηγού που θα σε γκρεμίσει και θα καταστρέψει τη ζωή σου;»

Αλλά το γεράκι δεν έδειξε προσοχή. Άπλωσε τις φτερούγες του και πετάχτηκε στους αιθέρες, το θριαμβευτικό τραγούδι του ακούστηκε να αντηχεί στους ουρανούς.

Μια μέρα το γεράκι γκρεμίστηκε, το αίμα του ανάβλυζε από την καρδιά του και το φίδι του είπε «Ανόητε σε προειδοποίησα, σου είπα να μείνεις εκεί όπου ήμουν, στα σκοτεινά, στην όμορφη, ζεστή υγρασία όπου κανένας δεν μπορούσε να σε βρει και να σε βλάψει…». Αλλά με την τελευταία του πνοή το γεράκι απάντησε «Έχω πετάξει στους αιθέρες, έχω ανέβει σε ύψη ιλιγγιώδη, έχω αντικρίσει το φως, έχω ζήσει, έχω ζήσει!»
 
            Το φίδι και το Γεράκι 

Φίδι που σέρνει το κορμί του, Γέρακα βλέπει να πετά
Κι γλώσσα η διχαλωτή του, από το στόμα τον ρωτά
«Γεράκι για δεν ξαποσταίνεις, ψηλά τι θέλεις να πετάς
και τα φτερά σου όλο βαραίνεις, τους κυνηγούς μην αψηφάς.
Γι αυτό και γείρε προς τα κάτω, έλα εδώ στα χαμηλά
ελα εδώ στο μαύρο πάτο, που ναι ζεστά και σκοτεινά»
Μα όπως φύσαγαν οι αέρες, ο Γέρακας χαμογελά
Απλώνεται μες τους αιθέρες, κι αρχίζει για να τραγουδα

Μια μέρα όμως, να σου χάμω μ αίμα ποτάμι απ τη καρδιά
Ο Γέρακας από τα πάνω, να είναι τώρα χαμηλά

«Στο πα πως σφαίρα θα σε κάψει» του λέει το φίδι στο αφτί
«Κανεις δεν θα σε ειχε βλάψει, στα σκοτεινά αν είχες ΄ρθει»


Την τελευταία αναπνοή του, ο Γέρακας καλά μετρά
Γυρνά ψηλά την κεφαλή του, στο ερπετό και απαντά

«Έχω πετάξει στους αιθέρες , πιο πάνω κι από τους θεούς
Μ έχουνε πλύνει οι αγέρες, κι έχω χορτάσει τους καιρούς
Το φως του ηλίου έχω αντικρύσει, έχω ζήσει – έχω ζήσει
Έχω ζήσει – έχω ζήσει - έχω ζήσει»

Τετάρτη 11 Οκτωβρίου 2023

το γελιο, γελιο θελει

μεσα μου ερχονται φωνες

και μου φωναζουν γελα

ασε καημους και δακρυα

κι εδω μαζι μας ελα

ελα να σε κερασουμε
φωτια, xαρα και γελιο
εγω επανω σας θα ρθω
τι ομως να σας φερω

εδω σ αυτη την ερημια
τα γελια μας διψουνε
φερε να ξεδιψασουμε
το γελιο σου να πιουμε

ο Έλληνας σου

 


τη φρικη του, την εριξε
μεσα σ ενα ποτηρι
ο δολιος ομως ομως ξεχασε 
πως καιει σαν λιοπυρι
κι ετσι αυτη τον εκανε 
και παλι νοικοκυρη

τον φοβο του τον πεταξε
μεσα σε μιαν ελπιδα
και πηγε και την εταξε
ω! στη μαμα πατριδα
και απο τοτε τριγυρνα
αιωνια κατσαριδα

την ομορφια εζωσε
πανω του σαν σαρία
μα τη ζηλέψαν κι όρμησαν
του Κρατους τα θηρια
κι ετσι κι εκεινος εγινε
λαχνος σε λοταρια

Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2020

Θελω μια θάλασσα

 Θέλω μια θάλασσα, μες το λαιμό μου 

Να τρέχει-να παίζει-και να με πνίγει 
Ν' ανοιγει - να σπάει- να με κερνάει φωτιά 
Θέλω μια θάλασσα, στα σωθικά μου 
Να πίνει- να φτύνει- και να ξεπλένει
Να σέρνει- να παίρνει- οτι δεν θέλει η καρδιά 

Θέλω μιά θάλασσα, μες το κεφάλι 
Σαν χάδι- σαν δάκρυ- όλη μια σταχτη 
Ν' αστράφτει-να τρίζει-τις σκέψεις να βρίζει
Θέλω μιά θάλασσα, στα μάτια μέσα 
Σαν μάχη-σαν λάθη-γλυκεια σαν λουλούδι 
Τραγούδι που μέσα τους, μονάχα στριγγλιζει

0987654321

 Δεν είμαι μεγάλος,  ουτε και μικρός 

Δεν με βλέπουν όλοι, ουτε είμαι αχνος 
Ειμαι ενα ποτάμι που γελάει και που κλαίει 
Μια μαζεύω δάκρυα και μία χωρατα 
Για να δροσισω μεσα μου, ότι πολύ με καίει 
Κι έναν καημό να δώσω, σε οτι μ αγαπά 

Δεν είμαι μεγάλος,  ουτε και μικρός 
Δεν με βλέπουν όλοι, ουτε είμαι αχνος 
Ειμαι ενα ποτάμι που γελάει και που κλαίει 
Μια μαζεύω δάκρυα και μία χωρατα
Για να ταΐσω μεσα μου, ότι αδικο πεινάει 
Να δώσω κι έναν όλεθρο, σε κάθε μου νταλκα 

Δεν είμαι μεγάλος,  ουτε και μικρός 
Δεν με βλέπουν όλοι, ουτε είμαι αχνος 
Ειμαι ενα ποτάμι που γελάει και που κλαίει 
Μια μαζεύω δάκρυα και μία χωρατα
Για να ανασάνει μεσα μου, ότι δεν αναπνέει 
Κι οτι τις σκέψεις έτρωγε, να πάψει να μιλά 

Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2020

Το τελευταίο κεφάλι

 Φοράω Το τελευταίο _κεφάλι που μένει 

Και έρχομαι επάνω σου να πέσω με ορμή 
Να σπάσει μπρος στά στα πόδια σου, να βγουν έξω οι θλιμμένοι
που κρύβω, χρόνια μέσα μου, αυτοί οι εαυτοί 

φοράω Το τελευταίο_ κεφάλι που μου μένει και το γεμίζω ολόκληρο με μια αναπνοή 
Για να φωνάξει δυνατά αυτό που με σωπαίνει και στάχτη μπρος τα πόδια σου,  να γίνει πριν καεί 

φοράω Το τελευταίο -κεφάλι που μου μένει και το αφήνω Μόνο του, μόνο για μία στιγμή να ' ρθει μπροστα στα πόδια σου να αρχίσει να γλυκαίνει 
την πίκρα, χρόνια μέσα της, που με έχει καταπιεί 

φοράω Το τελευταίο_ κεφάλι που μου μένει και εκεί μπροστά στα πόδια σου έρχομαι να το σπάσω 
η πείνα που 'χω μέσα μου να πάψει να χορταίνει 
κι έτσι, εγώ εσένανε,  ποτέ μου μη χορτάσω


Ειμαι δειλός

 Είμαι δειλός αδάμαστος

ειμ' ότι πιο χαμένο 

μπρος στο σφαγείο στέκομαι 
σα ζώο γυρισμένο 

είμαι ένας γυμνοσάλιαγκας 
που όλο σάλια Στάζω 
γεννηθήκα με μια θηλιά 
όπου ποτέ δεν βγάζω 

μα όταν στο στόμα της ψυχής 
κυλαω για να γλιτώσω 
κλείνει τα δόντια της σφιχτά 
κι αυτή να μη λερώσω 

είμαι ηλίθιος φτηνός 
μία φρίκη που ριζώνει 
και κάνω ότι κι αν μου πουν 
μέσ' απο μιαν οθόνη 

είμαι σωστός βρυκόλακας 
Μου πίνω όλο το γέλιο 
και έχω μάθει να ζητω 
το ότι ποτέ δεν θέλω 

μα όταν κυλάω στην καρδιά 
σα βλέννα αυτή με σπρώχνει 
ανοίγει όλα τα δόντια της 
και με εμετό με διώχνει


Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2020

Ακροβάτης




Έχω έναν ακροβάτη μεσα στο κεφάλι

Που κάνει με τις σκέψεις μου, τα κόλπα του τρανα 

Παίρνει όλα τα άσχημα και τα ποτιζει ζάλη 
Και όλα μου τα όμορφα, φλεγόμενα σχοινιά 

Μπαίνει μες τα όνειρα χτυπώντας παλαμάκια 
Κι αρχίζει έναν περίεργο- ατέλειωτο χορό 
Σπάει μετά τα μάτια μου, τα κάνει κομματάκια 
Και σε κάθε κομμάτι τους, βλέπω κι έναν Ζορο 

Έχω έναν ακροβάτη μεσα στο κεφάλι 
Που κάνει με τις λέξεις μου, τα κόλπα του τρανα 
Βάζει όσα δεν μίλησα μέσα σ ένα μπουκάλι 
Και το πελώριο στόμα του, τα κάνει μια γουλιά 

Μα έρχεται η ώρα που μπερδεύομαι λιγάκι
Και όλα στο κεφάλι μου,  μου μοιάζουν με γιαπι 
Δεν ξέρω αν έχει μεσα του, έναν μικρό ακροβάτη 
ή το κεφαλι μου σ ένα ακροβάτη ισορροπεί 



Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2020

Να το κάψω

 Τρέχω, γελάω, πεθαίνω, σκορπαω 

Μέσα σου έρχομαι όταν πονάω 
Όταν κρυώνω και πάω να σπάσω 
Μ ένα φιλί σου να με σκεπασω 

Καίγομαι, φλεγομαι,  μόνος κουρνιαζω
Κι ότι με λεκιαζει απλά το κοιτάζω 
Γερναω, σαπιζω,  εδώ στα χαμένα 
Κι όταν πεινάω, τρώω εμένα 

Τρέχω, γελάω, πεθαίνω, σκορπιζω 
Με μοναξιά τις ανάσες βρωμιζω 
Σε σένα έρχομαι να ξαποστάσω 
Το πόνο μου να ξεδιψασω 

Καίγομαι, φλέγομαι, μόνος κουρνιαζω 
Κι οτι με λεκιαζει,  απλά το κοιτάζω
Στη λέξη αγάπη, φωτιά να ανάψω 
Το στόμα μ αυτή, να το κάψω 

Πέμπτη 27 Αυγούστου 2020