Γονατιστοι αδερφέ.
Βαρέθηκα όλο να ζούμε, τα όνειρά μας να καιμε τα βράδια, μήπως και ζεσταθούμε.
Θυμάσαι την πρώτη μας γέννα ; που σου πα- δεν κλαίω ασθμαινω.
Και σαν μεγαλώσω στον κόσμο θα δώσω, ένα στόμα με σκατά ανθισμένο ;
Γράφω για λύκους και φτώχεια, γράφω για μίσος και πείνα.
Γράφω όπως θέλετε, όμως να ξέρετε, είμαι η δική σας ασχήμια.
Ξέμαθα πώς να γελάω.
Μα είναι η ψυχή μου αλήτρα
Τον κόσμο ήθελα τότε να σωσω, μα τώρα ψάχνω για σπίρτα.
Έλα, σηκώσου και πάμε να κάνουμε σκασιάρχειο πριν μας γεννήσουν και αμολήσουν το εφεδρικό τους θηρίο.
Να φτιάξουμε νέες γιορτές σε κάποια καινούργια Βαστίλη μέχρι η στάχτη να έρθει η γλυκά, να μας φιλήσει τα χείλη.