Ότι τυλίγεται με φόβο / είναι αυτό που τους ποναει πιο πολύ
Είναι αυτό / που αυτοί φοβούνται
Που σαν ξερή είναι για κεινους συλλαβή
Είναι αυτό / που τους κρυώνει
Που τους σκορπίζει, τους μαζεύει, τους πονά
Που σαν ανδρείκελα / μένουν εκεί
Για τους κάψει η δικη μας η φωτιά
Τον ουρανο θα κατεβάσω χαμηλά
Και σε ντελίριο οι λυκοι μου θα έρθουν
Και θα γεμίσουνε τ΄ αστέρια ουρλιαχτά
Και με αερα θα γεμίσω τη φωτιά
Και το θεο τους που ΄ναι κτήνος θα σκοτώσω
Με τη δικη τους – πειραγμένη τη ζαριά
Να μπω σαν δακρυ και θα ειμαι μυτερό
Και να αφησω στο δικο τους μονοπάτι
Τη λευτεριά που εχει μέσα της η Ηχώ
Στην αρχη φοβασαι εσυ ιδιος. φοβασαι και νιωθεις τοσο μικρος για να αλλαξεις το οτιδηποτε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜετα χρειαζεσαι κατι, κατι μεγαλο η και μικρο για να κανει τον φοβο σου αγανακτηση, την αγανακτηση οργη και την οργη δραση. τη δραση που θα σε σηκωσει απο τον καναπε απο αξιοπρεπεια και μονο. και καπως ετσι γεμιζουν οι δρομοι, γεμιζουν με φωνες, με ονειρα, με φως.
και μετα φοβουνται οι αλλοι, γιατι δεν εισαι πια τοσο μικρος.